ανουθέτητος

ανουθέτητος
-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνουθέτητος — unwarned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανουθέτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε νουθετήθηκε, δεν τον συμβούλεψαν: Και παντρεμένη ακόμη την κόρη της δεν την άφηνε ανουθέτητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνουθέτητον — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem acc sg ἀνουθέτητος unwarned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθετήτοις — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθετήτου — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθετήτους — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθετήτῳ — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθέτητα — ἀνουθέτητος unwarned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνουθέτητοι — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ненаказаныи — (62) пр. 1.Невоспитанный, необразованный, невежественный; непросвещенный: отъ ненаказаныхъ молитвъ. и обѣщании ѹдал˫атисѧ. (ἀπαιδεύτων) КЕ XII, 189б; а друзии чада сво˫а бу˫а и ненаказана видѧще худѣ радѧть о нихъ. СбХл XIV, 106 об.; Того ра(д)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”